- σοροδαίμων
- -ονος, ὁ, ἡ, Ασκωπτικό επίθετο ανθρώπου που βρίσκεται στο χείλος τού τάφου.[ΕΤΥΜΟΛ. < σορός + δαίμων].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σοροδαίμων — one on the brink of the grave masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σοροδαίμονα — σοροδαίμων one on the brink of the grave masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαίμονας — ο (θηλ. δαιμόνισσα, η) (AM δαίμων, ο Α θηλ. δαίμων, η και δαιμονίς, η) πονηρό πνεύμα, διάβολος νεοελλ. 1. (για ανθρώπους) έξυπνος αλλά καταχθόνιος 2. (σε αναφώνηση οργής ή εκπλήξεως) «τί δαίμονα!», «να πάρει ο δαίμονας!» 3. δαίμων ο αστέρας β τού … Dictionary of Greek
κρονόληρος — ό (AM κρονόληρος) φλύαρος ή ξεμωραμένος γέρος («κρονόληρος καὶ σοροδαίμων ἐστί», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Κρόνος μτφ. «ανόητος γέρος» + λῆρος «ανόητος»] … Dictionary of Greek
σοροπλήξ — ῆγος, ὁ, ἡ, Α σοροδαίμων*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σορός + πλήξ (< πλήσσω), πρβλ. κυματο πλήξ, οιστρο πλήξ] … Dictionary of Greek
σορόπληκτος — ον, Α σοροδαίμων*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σορός + πληκτος (< πλήσσω), πρβλ. θαλασσό πληκτος, σιδηρό πληκτος] … Dictionary of Greek